- Βοιωτούς
- Βοιωτόςa Boeotianmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
APATURIA — I. APATURIA Minerva ab Aethra sic dicta, quae per quietem ab ea monita, ut Sphaero sacrificaret, cum in insulam traiecisser, a Neptuno compressa, Palladis templum ibi erexit. Praetereaque constiturit, ut Troezemorum virgines zonas ante nuptias… … Hofmann J. Lexicon universale
CELAENAE — Straboni tumulus est Asiae proprie dictae, Apamiae imminens, oppidum habens eiusdem nominis, quod Phrygiae caput Livius vocat, l. 38. c. 13. Antiochus Soter Apamiam dixit, matris nomine, filiae Artabazi, uxoris Seleuci Nicanoris. Hoc in loco… … Hofmann J. Lexicon universale
CHAERONIA et CHAERONEA seu CHERRONEA — CHAERONIA, et CHAERONEA, seu CHERRONEA Boeotiae urbs, ad Cephissum fluv. Plutarchi patria. Prius Anne dicebatur, testibus Pausaniâ, l. 9. paulo ante finem, et qui amat non raro buculâ (quod aiunt) Pausaniae arare, Stephanô Byzantiô, l. 22. περὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
ακίνητος — η, ο (Α ἀκίνητος, ον) και ακούνητος, ιστός αυτός που δεν κινείται, ο ασάλευτος «στάθηκε ακίνητος» αρχ. «ἄστρα ἀκίνητα», οι απλανείς αστέρες (Πολυδ.) μσν. νεοελλ. ἀκίνητος ἑορτή γιορτή η οποία γιορτάζεται πάντα σε σταθερή ημερομηνία νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
δωρίς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος. Από τον γάμο της με τον Νηρέα απέκτησε πενήντα κόρες, τις Νηρηίδες, οι οποίες ονομάζονταν και Δωρίδες. II Ονομασία δύο περιοχών κατά την αρχαιότητα. 1. Μικρή… … Dictionary of Greek
θρασύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Τύραννος της Μιλήτου (6ος αι. π.Χ.). Με τέχνασμά του παραπλάνησε τον βασιλιά της Λυδίας, Αλυάττη, ο οποίος πολιορκούσε την πόλη, και τον ανάγκασε όχι μόνο να συμμαχήσει με τους Μιλήσιους αλλά και να… … Dictionary of Greek
κοίρανος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Κλείτου και πατέρας του γνωστού Κορίνθιου μάντη Πολυείδη. 2. Καταγόταν από την Πάρο. Η παράδοση αναφέρει ότι αγόρασε στο Βυζάντιο όλα τα δελφίνια που είχαν πιαστεί στα δίχτυα και τα έριξε πάλι στη θάλασσα.… … Dictionary of Greek
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek
κρίζω — (Α) 1. τρίζω 2. (για πρόσ.) κραυγάζω, ξεφωνίζω («ὥσπερ Ἰλλυριοὶ κεκριγότες», Αριστοφ.) 3. (στους Βοιωτούς) γελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. κρίζω ανάγεται σε ονοματοποιία και εμφανίζει ρηματ. τύπους αντίστοιχους με εκείνους τού κράζω: ἔκριγον ἔκραγον,… … Dictionary of Greek